- ευήροτος
- εὐήροτος, -ον (Α)1. αυτός που καλλιεργείται εύκολα («εὐήροτον πεδίον»)2. ο καλλιεργημένος καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αροτός «που μπορεί να οργωθεί» (< αρώ «οργώνω»). Το -η- λόγω τής συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐήροτος — easy to cultivate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτον — εὐήροτος easy to cultivate masc/fem acc sg εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτα — εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)